ἀσπαρίζω

Revision as of 23:10, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

for σπαρίζω, A = ἀσπαίρω, Arist.PA696a20, Resp.471b13.

German (Pape)

[Seite 373] = ἀσπαίρω, zappeln, von Fischen, Arist. part. anim. 4, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσπαρίζω: ἀντὶ σπαρίζω, = ἀσπαίρω, Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 4. 13, 11.

Spanish (DGE)

jadear, agitarse convulsamente (οἱ ἰχθύες) ἐν τῷ ἀέρι ... φαίνονται ἀσπαρίζοντα ὥσπερ τὰ πνιγόμενα Arist.Iuu.471b13, cf. PA 696a20, Hsch.

Greek Monolingual

ἀσπαρίζω (Α)
ασπαίρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρεκτεταμένος τ. του ρ. ασπαίρω, από ένα ρηματικό θ. ασπαρ (πρβλ. ασκαρίζω: σκαίρω)].

Russian (Dvoretsky)

ἀσπᾰρίζω: биться, трепетать (οἱ ἰχθύες ἀσπαρίζοντες ἐν ἀέρι Arst.).