ασκαρίζω

From LSJ

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human

Source

Greek Monolingual

ἀσκαρίζω (Α)
σκαρίζω, σκιρτώ, χοροπηδώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α-(προθετικό) (πιθ. αναλογικά προς το ρ. ασπαίρω) + σκαρ-, σκαίρω «χοροπηδώ, σκιρτώ, χορεύω» + (κατάλ.) -ίζω].