ἀσπιδόδουπος

Revision as of 23:30, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A clattering with shields, Pi.I.1.23.

German (Pape)

[Seite 373] schildrauschend, δρόμος, Waffenlauf, Pind. I. 1, 23.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσπῐδόδουπος: -ον, ὁ διὰ τῶν ἀσπίδων ποιῶν δοῦπον, κρότον, ἀσπιδοδούποισιν ὁπλίταις ἐν δρόμοις Πινδ. Ι. 1. 32· πρβλ. ὁπλίτης 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui retentit du bruit du bouclier.
Étymologie: ἀσπίς, δοῦπος.

English (Slater)

ἀσπῐδόδουπος
   1 with ringing shields ἔν τ' ἀσπιδοδούποισιν ὁπλίταις δρόμοις (I. 1.23)

Spanish (DGE)

(ἀσπῐδόδουπος) -ον
de escudos resonantes ἔν τ' ἀσπιδοδούποισιν ὁπλίταις δρόμοις Pi.I.1.23.

Greek Monolingual

ἀσπιδόδουπος, -ον (Α)
αυτός που προξενεί κρότο με την ασπίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς(-ίδος) + δούπος «θόρυβος»].

Greek Monotonic

ἀσπῐδόδουπος: -ον, αυτός που κάνει κρότο, θορυβεί με τις ασπίδες, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀσπῐδόδουπος: сопровождающийся бряцанием щитов (δρόμοι Pind.).

Middle Liddell

clattering with shields, Pind.