ἐθέλεχθρος
English (LSJ)
ον, A bearing one a grudge, Cratin.407, Ph.2.269. Adv. -ρως, ἔχειν πρός τινα D.39.36, cf.Ph.2.120, Paus.4.4.4.
German (Pape)
[Seite 718] Groll hegend, feindlich gesinnt; Cratin. bei Poll. 3, 64; ἐθελέχθρως ἔχειν πρός τινα Dem. 39, 36, u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐθέλεχθρος: -ον, ἔχων ἔχθραν ἐναντίον τινός, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 103, Φίλων 2. 269: - Ἐπίρρ., ἐθελέχθρως ἔχειν πρός τινα, φιλαπεχθημόνως..., Δημ. 1005. 15· τινὶ Παυσ. 4. 4, 4.
Spanish (DGE)
-ον
1 hostil por mala voluntad Cratin.445, ἐθελόδουλος, ἐ. Ph.2.269.
2 adv. -ως con actitud hostil μὴ ἔχ' οὕτω πρὸς ἡμᾶς ἐ. D.39.36, cf. Ph.2.120, Paus.4.4.4, Aristid.Or.23.41.
Greek Monolingual
ἐθέλεχθρος, -ον (Α)
αυτός που εχθρεύεται κάποιον και θέλει να διατηρήσει την έχθρα του.