ἐνορύσσω

Revision as of 08:25, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A dig,plpf.Pass. ἐνωρώρυκτο, κολυμβήθρα Philostr.VA2.27.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνορύσσω: σκάπτω ἐντός τινος, τὸ δὲ βαλανεῖον παράδεισος ἦν, ᾧ μέση κολυμβήθρα ἐνωρώρυκτο Φιλόστρ. 79.

Spanish (DGE)

1 cavar, excavar τὸν λάκκον Pan 69.13 (III d.C.), cf. PLond.483.43 (VII d.C.), en v. pas. (παράδεισος) ᾧ μέση κολυμβήθρα ἐνωρώρυκτο Philostr.VA 2.27.
2 grabar, inscribir un texto sobre una piedra, en v. pas., Cyr.Al.M.68.733B.