ἐξαναπτύσσω
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 868] entwickeln, erklären, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαναπτύσσω: ἀναπτύσσω, ἐξερμηνεύω, Τζέτζ. Ἱστ. 6. 41.
Spanish (DGE)
exponer, explicar αἰσχρῶς ἐξαναπτύξας ταύτην (ἐργασίαν) Tz.H.6.44.
Greek Monolingual
ἐξαναπτύσσω (Μ)
αναπτύσσω διεξοδικά, εξηγώ, ερμηνεύω.