ἐξαποδύνω

Revision as of 08:45, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A put off, εἵματα Od.5.372. ἐξαποίνασθαι, v. ἐξαπαιολεῖσθαι.

German (Pape)

[Seite 871] sich ausziehen, εἵματα Od. 5, 372.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαποδύνω: ἀπεκδύομαι, εἵματα δ’ ἐξαπέδυνε Ὀδ. Ε. 372.

French (Bailly abrégé)

seul. impf. 3ᵉ sg. ἐξαπέδυνε;
dépouiller de, avec double acc..
Étymologie: ἐξ, ἀποδύνω.

English (Autenrieth)

put off; εἵματα, Od. 5.372†.

Spanish (DGE)

quitarse εἵματα δ' ἐξαπέδυνε Od.5.372.

Greek Monolingual

ἐξαποδύνω (Α)
βγάζω τα ρούχα, γδύνομαι («εἵματα δ' ἐξαπέδυνε» — έβγαλε τα ρούχα του, πέταξε τα φορέματα, Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + αποδύνω «γδύνω», παράλλ. τ. του απο-δύω].

Greek Monotonic

ἐξαποδύνω: [ῡ], αφαιρώ, βγάζω, εἵματα, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαποδύνω: раздевать, снимать (εἵματα Hom.).

Middle Liddell

to put off, εἵματα Od.