ἐπίκαρ

Revision as of 08:50, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

Adv. A head-foremost, better divisim ἐπὶ κάρ, v. κάρ 11.

German (Pape)

[Seite 945] auf dem Kopfe, kopfüber, vgl. ἀνάκαρ, Il. 16, 392, richtiger getrennt geschr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίκᾰρ: Ἐπίρρ., ἐπὶ κεφαλήν, εἰς τὸ κάταντες, ἀλλὰ κάλλιον διῃρημένως, ἐπὶ κάρ. ἴδε κὰρ Π. Ἡσύχ.

English (Autenrieth)

see κάρ.

Greek Monolingual

ἐπίκαρ και ἐπὶ κὰρ (Α)
επίρρ. πάνω στο κεφάλι, κατακέφαλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καρ «κεφάλι»].

Greek Monotonic

ἐπίκᾰρ: επίρρ., στο κεφάλι, βλ. κάρ II.

Middle Liddell

head-foremost, v. κάρ II.