ἐπίθυμα

Revision as of 08:55, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ατος, τό, A that which is burnt in magic, PMag.Par.1.1308, al.; sacrificial victim, Hsch.s.v. ἱεράθετα.

German (Pape)

[Seite 943] τό, das Geopferte, Opferthier, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίθυμα: τό, ἱερεῖον, σφάγιον, Ἡσύχ. ἐν λ. ἱεράθετα.

Spanish

ofrenda, sahumerio, sustancia aromática para quemar, ofrenda que se quema

Greek Monolingual

ἐπίθυμα, τὸ (Α)
1. το θυσιαζόμενο ζώο, το σφάγιο
2. οτιδήποτε καίγεται κατά την τέλεση μαγείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θύμα «σφάγιο»].