ἐπιβλητικός

Revision as of 09:10, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ή, όν, A apprehending directly (v. ἐπιβολή 1.2b), τρόπος Epicur.Nat.28.6; νοήσεις Iamb.Protr.4; quick to apprehend, τοῦ ἀληθοῦς Alex.Aphr. in Top.584.13, cf. Herm. in Phdr.p.113A. Adv. -κῶς by direct apprehension, Epicur.Ep.1p.12U., Phlp.in de An. 547.9, Id.in AP0.332.14. II. Adv. -κῶς, gloss on ἐπιβλήδην, Sch. A.R.2.80.

German (Pape)

[Seite 929] ή, όν, sich worauf werfend, mit den Gedanken, Sp. – Adv., D. L. 10, 50; Schol. Ap. Rh. 2, 80 erkl. damit ἐπιβλήδην.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβλητικός: -ή, -όν, ὁ μετ’ ἐπιβολῆς ἐγγίζων τι.- Ἐπίρρ. -κῶς, τινὶ Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 50. ΙΙ. προσεκτικός, Ἰάμβλ. Προτρ. 4, σ. 44.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐπιβλητικός, -ή, -όν) επιβάλλω
νεοελλ.
αυτός που επιβάλλεται, που εμπνέει στους άλλους σεβασμό, υπακοή, αναγνώριση κ.λπ. («επιβλητικός αξιωματικός», «επιβλητική εμφάνιση», «επιβλητικό θέαμα»)
2. το ουδ. ως ουσ. το επιβλητικό
η επιβλητικότητα
αρχ.
1. αυτός που αντιλαμβάνεται αμέσως, ο εύστροφος
2. προσεκτικός.