ἐπιμοιχεύω

Revision as of 09:30, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A commit adultery besides, τινά with one, Ps.-Luc. Philopatr.6.

German (Pape)

[Seite 964] noch dazu Ehebruch treiben, τινά, mit einer Frau noch ehebrecherischen Umgang haben, Luc. Philopatr. 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμοιχεύω: μοιχεύω τινὰ μετά τι, ἐξακολουθῶ νὰ μοιχεύω, ὃς τήν... Τυρὼ πρῴην διέφθειρε καὶ ἔτι ἐπιμοιχεύει Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 6.

French (Bailly abrégé)

commettre un adultère avec, acc..
Étymologie: ἐπί, μοιχεύω.

Greek Monolingual

ἐπιμοιχεύω (Α)
συνεχίζω να μοιχεύω, να έχω παράνομη ερωτική σχέση.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιμοιχεύω: (с кем-л.) прелюбодействовать, развратничать (τινά Luc.).