ἐρίπλευρος

Revision as of 09:55, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A with sturdy sides, stout, φυά Pi.P.4.235.

German (Pape)

[Seite 1030] φυή, mit starken Rippen od. Seiten, Pind. P. 4, 235.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρίπλευρος: -ον, ἔχων ἰσχυρὰς πλευράς, στιβαρός, Πινδ. Π. 4. 419.

English (Slater)

ἐρίπλευρος, -ον
   1 strong ribbed ἐμβάλλων τ' ἐριπλεύρῳ φυᾷ κέντρον αἰανὲς of oxen (P. 4.235)

Greek Monolingual

ἐρίπλευρος, -ον (Α)
αυτός που έχει δυνατές πλευρές, ο στιβαρός («ἐριπλεύρῳ φυᾷ», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + -πλευρος (< πλευρά)].

Russian (Dvoretsky)

ἐρίπλευρος: с крепкими боками (φυά Pind.).