stout
From LSJ
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
fat: P. and V. εὐτραφής (Plato), Ar. and P. παχύς, πίων, σάρκινος.
strong: P. and V. μέγας, ἰσχυρός, V. κραταιός, ὄβριμος, ἐγκρατής, σθεναρός, Ar. and V. παγκρατής, καρτερός, P. ἐρρωμένος.
brave: P. and V. ἀνδρεῖος; see brave.