ὑβρίς

Revision as of 10:30, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ίδος, ἡ, a night bird of prey, perh.    A the great eagle owl, Strix bubo, Arist.HA615b10.

German (Pape)

[Seite 1169] ίδος, ἡ, ein nächtlicher Raubvogel, Arist. H. A. 9, 12.

Greek (Liddell-Scott)

ὑβρίς: -ίδος, ἡ, νυκτερινὸν σαρκοβόρον πτηνόν, ἴσως ὁ ὦτος, κοινῶς «μποῦφος», Strix bubo, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 12, 5.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
1 sorte d’oiseau aquatique, appelé aussi πτύγξ;
2 rapace nocturne, le grand-duc.
Étymologie: DELG ὕβρις.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
νυκτερινό σαρκοφάγο όρνεο, πιθανώς ο βύας ο μέγας, κν. γνωστός σήμερα ως μπούφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕβρις, με καταβιβασμό του τόνου, πιθ. κατά το ἀηδον-ίς].

Russian (Dvoretsky)

ὑβρίς: ίδος ἡ гибрида (ночная хищная птица) Arst.