μπούφος

From LSJ

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source

Greek Monolingual

ο
1. κοινή ονομασία του πτηνού βύας ο μέγας
2. μτφ. για πρόσ. ηλίθιος, βλάκας ή ανεπιτήδευτος, αδέξιος
3. παροιμ. «σαν του μπούφου το πουλί» — λέγεται για άνθρωπο που προσπορίζεται κέρδη χωρίς κόπο, γιατί πιστεύεται ότι τα μικρά πουλιά πηγαίνουν μπροστά στο ράμφος του μπούφου και έτσι αυτός τά συλλαμβάνει χωρίς κόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. bufus, παρλλ. τ. του bubo, -onis «το πτηνό βύας»].