ἡπατουργός

Revision as of 11:54, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

όν, A liver-destroying, epith. of Perseus, who killed the sea-monster by leaping down its throat sword in hand, Lyc.839.

German (Pape)

[Seite 1173] die Leber (übh. Eingeweide) zerwirkend, zum Weissagen, Lycophr. 839.

Greek (Liddell-Scott)

ἡπᾰτουργός: -όν, ὁ κατακόπτων τὸ ἧπαρ, ἐπίθ. τοῦ Περσέως, Λυσ. 839˙ πρβλ. διατρὸς ἡπάτων, ὁ αὐτ. 35.

Greek Monolingual

ἡπατουργός, -όν (Α)
(για τον Περσέα) αυτός που κόβει το ήπαρ για μαντεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπαρ, -ατος + -ουργός < έργον (πρβλ. δραματ-ουργός, κερατ-ουργός)].