ἰσόσπριος

Revision as of 12:00, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A bean-like; ὄνος ἰ. an insect that rolls itself up like a bean, the wood-louse, S.Fr.363.

German (Pape)

[Seite 1267] einer Bohne gleich, Schol. Ap. Rh. 1, 972, Soph. fr. 334, von dem Wurme, ὄνος, der sich wie eine Bohne zusammenrollt.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόσπριος: -ον, ὅμοιος πρὸς ὄσπριον, ὄνος ἰσ., ἔντομον ὅπερ συσπειρᾶται καὶ γίνεται ὅμοιον ὀσπρίῳ, καλούμενον ὡσαύτως ἴουλος, Σοφ. Ἀποσπ. 334, ἴδε Ἡσύχ. ἐν λ. ὄνος ἰσόσπριος.

Greek Monolingual

ἰσόσπριος, -ον (Α)
αυτός που μοιάζει με όσπριο
2. φρ. «ὄνος ἰσόσπριος» — ο ίουλος, είδος εντόμου που συσπειρώνεται και γίνεται σαν όσπριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + ὄσπριον.

Russian (Dvoretsky)

ἰσόσπριος: похожий на боб, бобовидный: ὄνος ἰ. Soph. = ἴουλος.