ἴουλος
Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan
English (LSJ)
[ῐ], ὁ,
A down, the first growth of the whiskers and beard, in plural, πρίν σφωϊν ὑπὸ κροτάφοισιν ἰούλους ἀνθῆσαι Od.11.319: later in sg., στείχει δ' ἴ. ἄρτι διὰ παρηΐδων A.Th.534; πρᾶτον ἴ. ἀπὸ κροτάφων καταβάλλειν Theoc.15.85; ἔτι χνοάοντας ἰούλους ἀντέλλων A.R.2.43; ὑπὸ κροτάφοισιν ἰούλους κειράμενος AP6.198 (Antip. Thess.); ἰούλοις πλῆσαι παρειάς IG14.1601.
II corn-sheaf, whence Demeter is said to be named Ἰουλώ, Semus 19, Carm.Pop.1.
2 song in honour of Demeter, Semus l.c., Apollod.Hist.149 J., Eratosth.Fr.10.
III catkin, Thphr.HP3.5.5,3.7.3; tendril, ib.3.18.11.
IV creature like the centipede, prob. the woodlouse, Arist.HA523b18, PA682b3, Thphr.Sign.19,Arat.959; earthworm, Numen. ap. Ath.7.305a.
V = ἰουλίς, Eratosth.Fr.12 (pl.). (Perh. cogn. with οὖλος, q.v.)
German (Pape)
[Seite 1256] ὁ (vgl. οὖλος), 1) das Milchhaar, die erste Spur des Barthaares, gew. im plur., ἴουλοι ὑπὸ κροτάφοισιν, Backenbart, Od. 11, 319; στείχει δ' ἴουλος ἄρτι διὰ παρηΐδων Aesch. Spt. 516; τούτῳ παρὰ τὰ ὦτα ἄρτι ἴουλος καθέρπει Xen. Conv. 4, 23; λεπτοί Asclepds. 1 (XII, 36); ἀνθήσαντες Antp. Th. 21 (VI, 198), öfter in der Anth., vgl. Ep. ad. 695 (App. 306). – 21 die Korngarbe, vgl. οὖλος u. nom. propr. Οὐλώ u. Ἰουλώ; auch ein Lied zu Ehren der Demeter, Schol. zu Lycophr. 23 u. Semus Ath. XIV, 618 d. – 31 die männliche Blüte bei Pflanzen mit getrennten Geschlechtern, Theophr. – 41 ein Insekt, der Vielfuß, Arist. H. A. 4, 1, neben dem σκολόπενδρον genannt, vgl. 5, 32; bei Ath. VII, 305 a nennt Numenius die Regenwürmer so; vgl. Arat. Dios. 225 u. Schol. – 51 = ἰουλίς, Eratosth. Ath. VII, 284 d.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
duvet, barbe naissante.
Étymologie: cf. οὖλος².
Russian (Dvoretsky)
ἴουλος: ὁ
1 тж. pl. первый пушок, первые волосы (на лице) Aesch. etc.: πρίν σφῶϊν ἰούλους πυκάσαι γένυς λάχνῃ Hom. прежде чем первые волосы покрыли пухом их щеки, т. е. в ранней юности;
2 зоол. иул, кивсяк (вид многоножек Julus oniscoides) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἴουλος: ὁ, = οὖλος (μετὰ προθεματικοῦ ι, ἴδε Ι ι ΙΙ. 5), τὸ χνοῶδες γένειον τὸ κατὰ πρῶτον φυόμενον κάτωθεν τῶν κροτάφων τῶν νέων, ἐν τῶ πληθ., πρὶν σφῶϊν ὑπὸ κρωτάφοισιν ἴουλοι ἀνθῆσαι, πρίν ἔτι ἀναφανῶσιν αἱ πρῶται τῶν τριχῶν ἐκφύσεις κάτωθεν τῶν κροτάφων αὐτῶν, Ὀδ. Λ. 319˙ στείχει δ’ ἴουλος ἄρτι διὰ παρηΐδων Αἰσχ. Θήβ. 534˙ πρᾶττον ἴουλον ἀπὸ κροτάφων καταβάλλειν Θεόκρ. 15. 85˙ οὕτω κατὰ πληθ., ἔτι χνοάοντας ἰούλους ἀντέλλων, «φύων» (Σχολ.), Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 43˙ ὑπὸ κροτάφοισι ἰούλους κειράμενος Ἀνθ. Π. 6. 198˙ ἰούλοις πλῆσαι παρειὰς Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 657, κτλ., Ἡσύχ. 2) τὸ ἄνθος ἡρακλειωτικῆς καρύας, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 7, 3. ΙΙ. «ἴουλοι δὲ καὶ οὖλοι αἱ ἐκ τῶν δραγμάτων συναγόμεναι δέσμαι» (Ἡσύχ.), ὁπόθεν ἡ Δημήτηρ λέγεται ὅτι ἐκλήθη Ἰουλώ, Σῆμος ὁ Δήλιος παρ’ Ἀθην. 618D Δ, Ἀρτεμίδ. 2. 24. 2) ὕμνος εἰς τιμὴν τῆς Δήμητρος, Σῆμος ἔνθ’ ἀνωτ. 618Ε, Ἐρατοσθ. παρὰ Τζέτζ. ἐν Λυκόφρ. 22, ἴδε Spanh. εἰς Καλλ. Ὕμν. εἰς Δήμ. ἐν ἀρχῇ. ΙΙΙ. τὸ ἄρρεν οὐλῶδες ἐξάνθισμα τῶν μονοοίκων φυτῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 18, 11. IV. ἔντομόν τι ὄμοιον τῇ σκολοπένδρᾳ ἢ τῷ πολύποδι, «σαρανταπόδαρος», Iulus oniscoïdes, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 6, π. Ζ. Μορ. 4. 6, 1, Νουμήν. παρ’ Ἀθην. 305Α. V. = ἰουλίς, Ἐρατοστ. αὐτόθι 284.
English (Autenrieth)
(οὖλος): first growth of beard, down, Od. 11.319†.
Greek Monolingual
ο (Α ἴουλος)
1. οι πρώτες τρίχες που εμφανίζονται στο ανδρικό γένι, το χνούδι («στείχει δ' ἴουλος ἄρτι διὰ παρηΐδων», Αισχύλ.)
2. ζωολ. γένος μυριαπόδων της οικογένειας ιουλίδες
3. (φυτ.) απλή ή σύνθετη βοτρυώδης ταξιανθία που παρουσιάζεται σε πολλά φυτά
αρχ.
1. δέμα από στάχια
2. ωδή προς τιμήν της Δήμητρας
3. το αρσ. ουλώδες εξάνθισμα τών μονόοικων φυτών, κν. ψαλίδα
4. έντομο όμοιο με τη σκολόπενδρα ή τον πολύποδα, σαρανταποδαρούσα
5. το άνθος της λεπτοκαρυάς ή το πράσινο χνουδωτό περικάλυμμα του λεπτοκαρύου
6. είδος ψαριού, ιουλίς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιπλασιασμένο τ. FiFολνος ή Fι-Fολσος (πρβλ. ἴονθος < FıFονθος). Συνδέεται με τα οὖλος «εριού-χος, πυκνός» και εἰλέω (Ι) «συστρέφω» (βλ. λ. είλω).
ΠΑΡ. ιουλίς αρχ. ιουλίζω, ιουλώ, ιουλώδης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) ιουλοφόρος
αρχ.
ιουλόπεζος
μσν.
ιουλοφυῶ. (Β' συνθετικό) καλλίουλος.
Greek Monotonic
ἴουλος: ὁ, = οὖλος, πρώιμο χνούδι στις παρειές του προσώπου ή ιδίως κάτω απ' τους κροτάφους των νέων, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: down, first growth of the beard etc.; corn-sheaf; catkin; also name of a worm like the centipede (λ 319, A. Th. 534, Arist., Thphr.).
Compounds: As 1. member e. g. in ἰουλό-πεζος "with feet like an ἴουλος", of a ship, i. e. with many rowers (Lyk. 23).
Derivatives: ἰουλίς f. fish-name Coris iulis (Arist.), after the resemblance with a centipede (Strömberg Fischnamen 125; also Thompson Fishes s. v.), also called ἴουλος (Eratosth.); Ίουλώ f. "goddess of cornscheaf" = Demeter (Semus 19), from there back-formed ἴουλος song for Demeter (ibid., Eratosth.; wrong Mann Lang. 28, 38), also καλλίουλος (for καλλι-ίουλος, Semus); ἰουλώδης like a centipede (Arist.); denomin. verb ἰουλίζω get down (Tryph.).
Origin: IE [Indo-European] [1140] *uel- turn, wind
Etymology: From *Ϝί-Ϝολνος through reduplication (cf. ἴονθος), to οὖλος woolly, fuzzy (s. v.) and 2. εἰλέω (< *Ϝελνέω) turn, wind.
Middle Liddell
ἴουλος, ὁ, = οὖλος
the young hair at the side of the face, the whiskers, Od., Aesch.
Frisk Etymology German
ἴουλος: {íoulos}
Grammar: m.
Meaning: erstes Milchhaar, Korngarbe, Kätzchen, auch Ben. eines dem Tausendfüßler ähnlichen Wurms (λ 319, A. Th. 534, Arist., Thphr. usw.).
Composita : Als Vorderglied z. B. in ἰουλόπεζος "mit Füßen wie ein ἴουλος", von einem Schiff, d. h. mit vielen Rudern (Lyk. 23).
Derivative: Ableitungen: ἰουλίς f. Fischname Coris iulis (Arist. u. a.), nach der Ähnlichkeit mit einem Tausendfüßler (Strömberg Fischnamen 125; ausfuhrlich Thompson Fishes s. v.), auch ἴουλος benannt (Eratosth.); Ἰουλώ f. "Göttin der Korngarbe" = Demeter (Semus 19), daraus rückgebildet ἴουλος Lied zu Ehren der Demeter (ibid., Eratosth. u. a.; verfehlt Mann Lang. 28, 38), auch καλλίουλος (für καλλιίουλος, Semus); ἰουλώδης einem Tausendfüßler ähnlich (Arist.); denominatives Verb ἰουλίζω Milchhaar bekommen (Tryph.).
Etymology : Aus *ϝίϝολνος durch Reduplikation (vgl. ἴονθος), zu οὖλος wollig, kraus (s. d.) und 2. εἰλέω (> *ϝελνέω) drehen, winden.
Page 1,731
Mantoulidis Etymological
·(=τό πρῶτο γένι). Ἀπό τό οὖλος (=μάλλινος) + προθεματικό ι → ἴουλος.
Translations
centipede
Acehnese: limpeuën; Afrikaans: duisendpoot; Albanian: njëqindkëmbëshi; Arabic: أُمّ أَرْبَعَة وَأَرْبَعِين waʔarbaʕīn), حَرِيش; Assamese: চেলা; Azerbaijani: qırxayaq; Bahnar: kơep; Banjarese: halilipan; Bau Bidayuh: ripapien; Belarusian: сараканожка; Bengali: কেন্নো; Bulgarian: стоножка; Burmese: ကင်းခြေများ; Catalan: centpeus; Cebuano: ulahipan; Central Melanau: belipan; Chepang: साव्; Chinese Cantonese: 百足, 蜈蚣; Mandarin: 蜈蚣; Czech: stonožka; Danish: skolopender; Darkinjung: búrranburran; Dutch: duizendpoot; Esperanto: centpiedulo; Estonian: sadajalgne; Finnish: juoksujalkainen; French: scolopendre; Galician: cempés, escoupoleión, rapacodelas, cerradela; Georgian: ცხრაფეხა; German: Tausendfüßler, Tausendfüßer Hundertfüßler, Hundertfüßer; Greek: σαρανταποδαρούσα; Ancient Greek: ἴουλος; Guaraní: japeusa, ambu'a; Haitian Creole: miryapod, annipye; Hawaiian: kanapī; Hebrew: נָדָל; Hindi: कनखजूरा, खजूरा, कनसलाई, शतपाद, शतपद, शतपदी, गोजर, चालीसपद; Hungarian: százlábú; Icelandic: margfætla; Ilocano: gayadan; Indonesian: kelabang, lipan; Irish: céadchosach; Italian: centopiedi; Jamaican Creole: forty leg; Japanese: 百足; Kapampangan: laipan; Kazakh: қырықаяқ, ерінаяқты; Khasi: ktiar; Khmer: ក្អែប; Korean: 지네; Kurdish Central Kurdish: سەدپێ; Northern Kurdish: sedpê; Kyrgyz: кырк аяк, миң аяк; Lao: ເຂັບ, ຈະເຂັບ, ຈີ່ເຂັບ, ສະຕະບາດ; Latin: scolopendra; Latvian: simtkāji; Linngithigh: mbiwgh; Lithuanian: lūpakojai; Macedonian: стоногалка; Maguindanao: layupan; Malay: lipan, sepesan, kelabang; Malayalam: പഴുതാര; Maltese: ċentupied; Maori: weri, wakapihau; Maranao: ginigid; Minangkabau: lipan, sipasan; Mongolian Cyrillic: жаран хөлт, зуун хөлт, чичүүр, чичүүр хорхой; Mongolian: ᠵᠢᠷᠠᠨ; ᠬᠥᠯᠲᠦ, ᠵᠠᠭᠤᠨ; ᠬᠥᠯᠲᠦ, ᠴᠢᠴᠢᠭᠦᠷ, ᠴᠢᠴᠢᠭᠦᠷ; ᠬᠣᠷᠣᠬᠠᠢ; Nahuatl: petlazolcoatl; Nandi: kimorin; Navajo: jááłánii, jáád łánii; Nepali: खजुरो; Norman: bête à chent pids; Norwegian: skolopender; Persian: صدپا, پرپا; Polish: stonoga, parecznik; Portuguese: centopeia, lacraia, centípede, quilópode; Quechua: pachakchaki; Romanian: centiped; Russian: сороконожка; Sanskrit: वृश्चिक; Serbo-Croatian Cyrillic: стонога; Roman: stonoga; Sicilian: centu-pedi; Slovak: stonožka; Slovene: stonoga; Spanish: ciempiés, escolopendra; Sranan Tongo: lusumbe; Sundanese: babakaur; Swahili: tandu; Swedish: enkelfoting, tusenfoting; Tagal Murut: nipal, ripal; Tagalog: alupihan; Tajik: чилпо, ҳазорпо; Tarifit: tamšeṭ iysan; Thai: ตะขาบ; Tibetan: རྐང་བརྒྱ, རྟ་བླ; Turkish: çıyan; Turkmen: köpaýak; Ukrainian: сороконі́жка; Urdu: کَنْکَھجُورا; Uyghur: سەكسەنپۇت, كىركەك قۇرۇت; Uzbek: qirqoyoq, mingoyoq; Vietnamese: rết, rít, tít; Waray-Waray: ulalahipan; Welsh: neidr gantroed; West Coast Bajau: melipan; Yiddish: סענטיפּעדע; Zazaki: şaney ceniya; Zhuang: sipndangj