ἱερής

Revision as of 12:15, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A v. ἱερεύς. ἱερητεία, ἱερητεύω, Ion. for ἱερᾱτ-. ἱερία, Ion. ἱερίη, v. ἱέρεια.

Greek Monolingual

ἱερής, ὁ (ΑΜ)
ο ιερέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για υστερογενή αρκαδικό τ. αντί ιερεύς].