ὀγκηθμός

Revision as of 12:18, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ὁ, A braying, of the ass, Luc.Asin.15, Gloss. II lowing, of the ox, Nonn.D.5.71.

German (Pape)

[Seite 290] ὁ, das Brüllen, bes. des Esels, Luc. Asin. 15.

Greek (Liddell-Scott)

ὀγκηθμός: ὁ, = τῷ ἑπομ., Λουκ. Ὄνος 15.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
braiement.
Étymologie: ὀγκάομαι ; cf. βληχηθμός, κνυζηθμός, μυκηθμός.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ὀγκηθμός)
κραυγή όνου, ογκάνισμα, γκάρισμα
αρχ.
μυκηθμός βοδιού, μούγκρισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγκῶμαι + επίθημα -θμός (πρβλ. βρυχη-θμός, μυκη-θμός)].

Russian (Dvoretsky)

ὀγκηθμός: ὁ крик, рев (преимущ. осла) Luc.