μούγκρισμα
From LSJ
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
Greek Monolingual
και μούγγρισμα, το (Μ μούγκρισμα) μουγκρίζω
μουγκρητό, μουγκανητό, βρυχηθμός.