μούγκρισμα
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
Greek Monolingual
και μούγγρισμα, το (Μ μούγκρισμα) μουγκρίζω
μουγκρητό, μουγκανητό, βρυχηθμός.