μυκηθμός
κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically
English (LSJ)
ὁ, lowing, bellowing, of oxen, Il.18.575, Od.12.265, A.R.3.1297, etc.; but μυκηθμοῖσι… μήλων with bleatings of sheep, A.Fr.158; ὁ μυκηθμός τῆς γῆς rumbling, Luc.Peregr.39.
German (Pape)
[Seite 216] ὁ, das Brüllen der Rinder, βοῶν, Od. 12, 265; μυκηθμῷ δ' ἀπὸ κόπρου ἐπεσσεύοντο, Il 18, 675; Aesch. frg. 143 u. sp. D., wie Add. 3 (VI, 228); auch Luc., γῆς, de Mute Peregr. 39.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
mugissement.
Étymologie: μυκάομαι ; cf. βληχηθμός, κνυζηθμός, ὀγκηθμός.
Russian (Dvoretsky)
μῡκηθμός: ὁ
1 мычание (βοῶν Hom.);
2 блеяние (μήλων Aesch.);
3 гудение, гул (τῆς γῆς Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
μῡκηθμός: ὁ, τὸ μυκᾶσθαι, «μούγγρισμα», ἐπὶ βοῶν, Ἰλ. Σ. 578. Ὀδ. Μ. 265, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1297, κτλ.· ἀλλ’ ὡσαύτως, μυκηθμοῖσι... μήλων, μετὰ βελασμάτων τῶν προβάτων, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 155· ὁ μ. τῆς γῆς Λουκ. Περιγρ. 39.
Spanish
Greek Monolingual
ο (ΑΜ μυκηθμός)
1. η φωνή τών βοοειδών, μούγκρισμα, μουκάνισμα («οἱ δὲ βόες... μυκηθμῷ δ' ἀπὸ κόπρου ἐπεσσεύοντο», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. υπόκωφη βοή, θόρυβος («ο μυκηθμός της θάλασσας»)
αρχ.
το βέλασμα τών προβάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυκῶμαι + επίθημα -ηθμός (πρβλ. βρυχηθμός, λυκηθμός)].
Greek Monotonic
μῡκηθμός: ὁ, μούγκρισμα, μουγκανητό, λέγεται για βόδια, σε Όμηρ.
Middle Liddell
μῡκηθμός, οῦ, ὁ,
a lowing, bellowing, of oxen, Hom.
Mantoulidis Etymological
(μούγγρισμα). Ἀπό τό μυκῶμαι, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.
Léxico de magia
ὁ mugido ref. al nombre de Mene ὁ ηʹ (σύντροφος τοῦ ὀνόματος) μ. el octavo compañero de tu nombre es un mugido P VII 773