ἡ, A oleander, Nerium Oleander, Dsc.4.117, Paul.Aeg.7.3.
ὀνάγρα: ἴδε ἐν λ. οἰνοθήρας.
η (ΑΜ ὀνάγρα)το φυτό ροδοδάφνη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + ἄγρα «κυνήγι». Το φυτό αυτό παραδίδεται και ως οἰνοθήρας (βλ. και λ. ονοθήρας)].