ὀνάγρα

Revision as of 12:35, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A oleander, Nerium Oleander, Dsc.4.117, Paul.Aeg.7.3.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνάγρα: ἴδε ἐν λ. οἰνοθήρας.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ὀνάγρα)
το φυτό ροδοδάφνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + ἄγρα «κυνήγι». Το φυτό αυτό παραδίδεται και ως οἰνοθήρας (βλ. και λ. ονοθήρας)].