ὀρφανοπάτωρ
English (LSJ)
[πᾰ], ορος, ὁ, A father of orphans, of God, PMasp.151.254 (vi A. D.).
Greek Monolingual
ὀρφανοπάτωρ, -ορος, ὁ (Α)
(για τον θεό) ο προστάτης τών ορφανών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρφανός + -πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. θεο-πάτωρ.
[πᾰ], ορος, ὁ, A father of orphans, of God, PMasp.151.254 (vi A. D.).
ὀρφανοπάτωρ, -ορος, ὁ (Α)
(για τον θεό) ο προστάτης τών ορφανών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀρφανός + -πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. θεο-πάτωρ.