ὑγραντικός

Revision as of 13:35, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ή, όν, A fit for wetting or moistening, τῆς ἕξεως Diph. Siph. ap. Ath.2.59b, cf. Gal.15.735, Ptol.Tetr.18.

German (Pape)

[Seite 1171] zum Benetzen, Anfeuchten geschickt, bei Ath. II, 59 b.

Greek (Liddell-Scott)

ὑγραντικός: -ή, -όν, ἁρμόδιος πρὸς ὕγρανσιν, τῆς ἕξεως Δίφιλ. Βίον. παρ’ Ἀθην. 59Β, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 215.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑγραντικός, -ή, -όν, ΝΑ ὑγραίνω
αυτός που προκαλεί ή είναι κατάλληλος για ύγρανση.