ὑδροσκοπία

Revision as of 13:37, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A water-finding, ib.2.5 tit. 2 = ὑδρολόγιον, Sch. Ptol.Tetr.90.

Greek Monolingual

η / ὑδροσκοπία, ΝΑ υδροσκόπος
η αναζήτηση και ο καθορισμός της θέσης υπόγειων υδάτινων αποθεμάτων
(αρχ) χρονόμετρο με νερό, ὑδρολογιον.