ὑμενοειδής

Revision as of 13:44, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

[ῠ], ές, A membranaceous, Hp.Mul.1.11, Epid.2.2.17, Arist.HA519b13, Dsc.1.106; cf. ὑμενώδης.

German (Pape)

[Seite 1178] ές, hautartig, häutig; Hippocr.; Arist. H. A. 3, 15.

Greek (Liddell-Scott)

ὑμενοειδής: [ῠ], ές, ὅμοιος ὑμένι, Ἱππ. 595. 41., 1013F, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 15, 1, πρβλ. ὑμενώδης.

Greek Monolingual

-ές / ὑμενοειδής, -ές, ΝΑ
αυτός που μοιάζει με υμένα ως προς τη φύση ή την μορφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑμήν, -ένος + -ειδής].

Russian (Dvoretsky)

ὑμενοειδής: имеющий вид перепонки, пленочный (ἡ κύστις Arst.).