ὑπερκατάληκτος

Revision as of 14:10, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A hypercatalectic, Heph.4.4, Aristid.Quint.1.23.

German (Pape)

[Seite 1197] s. καταληκτικός, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερκατάληκτος: -ον, ἴδε καταληκτικός.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑπερκατάληκτος, -ον, ΝΑ
(μετρ.) (για στίχο) αυτός που στο τελευταίο μέτρο έχει μία ή δύο συλλαβές περισσότερες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + καταλήγω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερκατάληκτος: стих. содержащий лишнее количество слогов (ῥυθμός).