ὑποφωλεύω

Revision as of 14:25, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A lie hidden in the shelter of, τοίχοις AP7.375 (Antiphil.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποφωλεύω: φωλεύω ὑπό τι, Ἀνθ. Παλατ. 7. 375.

French (Bailly abrégé)

habiter dans des cavernes ; se cacher sous, τινι.
Étymologie: ὑπό, φωλεύω.

Greek Monolingual

Α
κρύβομαι κάτω από κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + φωλεύω «μένω στη φωλιά μου, κρύβομαι κάπου»].

Greek Monotonic

ὑποφωλεύω: φωλιάζω κάτω από, τινί, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποφωλεύω: забиваться словно в пещеру, прятаться (τοίχοις Anth.).

Middle Liddell

to lie hidden under, τινί Anth.