φωλιάζω

From LSJ

Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein

Menander, Monostichoi, 401

Greek Monolingual

Ν φωλιά
1. μένω ή κρύβομαι μέσα σε φωλιά
2. (για πτηνό) χτίζω φωλιά και μένω μέσα σ' αυτήν («τα περιστέρια σου φωλιάζουν αλλού τώρα», Παλαμ.)
3. περνώ τη χειμέρια νάρκη
4. μτφ. α) (για πρόσ.) τρυπώνω κάπου, κρύβομαι («ο μικρός φώλιασε στο πατάρι για να αποφύγει την τιμωρία»)
β) (για συναίσθημα ή αρρώστια) ενυπάρχω χωρίς να γίνομαι αντιληπτός (α. «φώλιασε στην ψυχή του το μίσος» β. «φωλιάζει μέσα του το χτικιό»).