φωλιάζω

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source

Greek Monolingual

Ν φωλιά
1. μένω ή κρύβομαι μέσα σε φωλιά
2. (για πτηνό) χτίζω φωλιά και μένω μέσα σ' αυτήν («τα περιστέρια σου φωλιάζουν αλλού τώρα», Παλαμ.)
3. περνώ τη χειμέρια νάρκη
4. μτφ. α) (για πρόσ.) τρυπώνω κάπου, κρύβομαι («ο μικρός φώλιασε στο πατάρι για να αποφύγει την τιμωρία»)
β) (για συναίσθημα ή αρρώστια) ενυπάρχω χωρίς να γίνομαι αντιληπτός (α. «φώλιασε στην ψυχή του το μίσος» β. «φωλιάζει μέσα του το χτικιό»).