ὑφάλμυρος

Revision as of 14:40, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A somewhat salt, Dsc.2.122; f.l. for ὑφάμμοις (τόποις), Id.3.136.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφάλμῠρος: -ον, ὀλίγον ἁλμυρός, Εὐστ. Πονημάτ. 184. 57.

Greek Monolingual

-η, -ο/ ὑφάλμυρος, -ον, ΝΜΑ, και υφάρμυρος,-η, -ο, Ν
ο κάπως αλμυρός
νεοελλ.
ωκεαν. (για θαλάσσιο νερό) αυτός του οποίου η αλατότητα κυμαίνεται μεταξύ 0,500/00 ώς 170/00.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἁλμυρός.