σωσίοικος

Revision as of 14:55, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b3">ῐ], ον</b>" to "ῐ], ον")

English (LSJ)

[ῐ], ον, A saving the house, Apollon.Lex. s.v. σῶκος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1061] das Haus, die Wirthschaft rettend, erhaltend, Hesych.; Erkl. von σῶκος, Apoll. L. H.

Greek (Liddell-Scott)

σωσίοικος: -ον, ὁ τοὺς οἴκους σῴζων, Ἡσύχ., Ἀπολλων. Λεξ. ἐν λέξ. σῶκος.

Greek Monolingual

-ον, Α
σωτήρας τών οίκων, αυτός που σώζει τα σπιτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < σῴζω + οἶκος (πρβλ. ἐγρεσίοικος, ὠλεσί-οικος)].