ῥυαδικός

Revision as of 15:00, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ή, όν, (ῥυάς) A like diarrhoea, Paul.Aeg.6.70. II of persons, suffering from incontinence of urine, Gal.14.787, Heliod.(?) ap.Orib.45.7.5. 2 suffering from epiphora or running from the eyes without external cause, Dem.Ophth. ap. Aët.7.46 (where ῥοιαδ-).

German (Pape)

[Seite 850] flußartig, πάθος, Paul. Aeg.

Greek (Liddell-Scott)

ῥυᾰδικός: -ή, -όν, (ῥυὰς) ὁ ὅμοιος πρὸς διάρροιαν, ῥυαδικὸν πάθος = ῥυάς, Παῦλ. Αἰγ. 6, 7. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, ὁ πάσχων ἐκ ῥυάδος, Γαλην. τ. 2, σ. 396.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α ῥυάς, -άδος]
1. (για νόσο) αυτός που εκδηλώνεται με διάρροια
2. (για ασθενή) αυτός που πάσχει από ακράτεια ούρων
3. αυτός που πάσχει από ρυάδα τών οφθαλμών.