ῥυάς

From LSJ

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίονἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῠάς Medium diacritics: ῥυάς Low diacritics: ρυάς Capitals: ΡΥΑΣ
Transliteration A: rhyás Transliteration B: rhyas Transliteration C: ryas Beta Code: r(ua/s

English (LSJ)

ῥυάδος, ὁ, ἡ, τό, (ῥέω)
A fluid, flaccid, flabby, ῥυάδος σώματος γενομένου Arist.PA668b7.
II falling off, ῥ. θρίξ hair that is shed, Id.Pr.898a32; ῥ. ἄμπελος a vine that sheds its grapes, Thphr. HP4.14.6 (cod. Urb., v.l. ῥοάς), Gp.5.39.1.
III as substantive, ῥῠάδες, οἱ, fishes that go in shoals with the currents, like herrings, Arist.HA534a27, 543b14, Ael.NA9.46, al.
2 ῥῠάς, ἡ, a disease of the eye causing a continual weeping discharge, Cels.7.7.4, Gal.10.1002.
3 urinary fistula, Heliod. ap. Orib.45.7.5, 50.4 tit., Aret. SD2.4 (ῥοι- codd.).

German (Pape)

[Seite 850] άδος, im Fluß, flüssig, fließend, rinnend; dah. ein Fehler der Augen, das Thränen, Triefen derselben, Medic.; – auch weichlich, schwammig, Gegensatz des Derben, Festen, σώματος ῥυάδος γενομένου, Arist. partt. anim. 3, 5. – Von den Haaren, ausfallend, ausgehend, auch von einer Rebe, ἄμπελος, welche die Trauben abfallen läßt, Geop. – Οἱ ῥυάδες sind Fische, Strömlinge, welche schaarenweise mit dem Strome des Meeres ziehen, wie die Heringe, Arist. H. A. 4, 8 u. öfter. Ael. H. A. 9, 46.

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. des 3 genres;
qui coule ; οἱ ῥυάδες, poissons qui émigrent par troupes.
Étymologie: ῥέω.

Greek (Liddell-Scott)

ῥυάς: -άδος, ὁ, ἡ, τό, (ῥέω) ὑγρός, ῥευστός, ῥοώδης, ἀσθενής, ἐναντίον τοῦ στερεός, ῥυάδος σώματος γενομένου Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 14. ΙΙ. ἐκπίπτων, «μαδῶν», ῥ. θρίξ ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 10. 63· ῥ. ἄμπελος, ῥίπτουσα, μὴ διατηροῦσα τοὺς ἑαυτῆς βότρυς, Ἡσύχ., ὅθεν πιθανῶς ἐπανορθωτέον ἀντὶ τοῦ ῥοὰς παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 14, 6. ΙΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ῥυάδες, οἱ, ἰχθύες, φερόμενοι μετὰ τῶν θαλασσίων ῥευμάτων, «σχεδὸν δὲ καὶ οἱ πλεῖστοι τῶν ῥυάδων καὶ ἀγελαίων ἰχθύων (εἰς τὸν Πόντον εἰσβάλλουσι τοῦ ἔαρος)» Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 22., 5. 11, 2, κ. ἀλλ. 2) ῥυάς, ἡ, νόσος τῶν ὀφθαλμῶν προξενοῦσα συνεχῆ ῥοὴν δακρύων, Γαλην. τ. 7, σ. 12., 10, σ. 337.

Russian (Dvoretsky)

ῥυάς: άδος adj. (ᾰδ)
1 выпадающий (θρίξ Arst.);
2 вялый, дряблый (σῶμα Arst.).
άδος ὁ только pl. οἱ ῥυάδες Arst. странствующие рыбы.