βαττολογία

Revision as of 15:10, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ἀργολογία, ἀκαιρολογία, Hsch. (βατο- cod.).

German (Pape)

[Seite 439] ἡ, das Plappern, Sp.; auch βαττολόγημα, K. S.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
cháchara, charla insustancial γέγονεν τὸ ἁμάρτημα ... παρὰ τὴν τοῦ λαβόντος βαττολογίαν Vit.Aesop.G 50, τὰ ῥήματά μου ... βαττολογίας ἀμέτοχα Ast.Soph.Hom.6.10, οὐκ ἔστι λόγος, ἀλλὰ β. Gr.Nyss.M.44.1128A, cf. Hsch.β 340, Et.Gen.β 68B.

Greek Monolingual

η (Μ βαττολογία) βαττολογώ
φλυαρία, μωρολογία.