μωρολογία

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μωρολογία Medium diacritics: μωρολογία Low diacritics: μωρολογία Capitals: ΜΩΡΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: mōrología Transliteration B: mōrologia Transliteration C: morologia Beta Code: mwrologi/a

English (LSJ)

ἡ, silly talk, Arist.HA492b2, Ep.Eph.5.4, Plu.2.504b, S.E.M.1.174.

German (Pape)

[Seite 226] ἡ, das Einfältig-, Thörichtreden; Arist. H. A. 1, 11; N.T. u. sonst bei Sp., wie Plut. de garrul. 4; S. Emp. adv. gramm. 174.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
sottise de celui qui tient un langage insensé.
Étymologie: μωρολόγος.

Russian (Dvoretsky)

μωρολογία: ἡ Arst., NT = μωρολόγημα.

Greek (Liddell-Scott)

μωρολογία: ἡ, μωρὰ ὁμιλία, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 5, Πλούτ. 2. 504Β, Κ. Δ.

English (Strong)

from a compound of μωρός and λέγω; silly talk, i.e. buffoonery: foolish talking.

English (Thayer)

μωρολογιας, ἡ (μωρολόγος), (stultiloquium, Plautus, Vulg.), foolish talking: Aristotle, h. a. 1,11; Pint. mor., p. 504b.) (Cf. Trench, N.T. Synonyms, § xxxiv.)

Greek Monolingual

η (ΑΜ μωρολογία) μωρολογώ
ανόητος λόγος, ανοητολογία κουταμάρα («τὰ δὲ μεγάλα καὶ ἐπανεστηκότα μωρολογίας καὶ ἀδολεσχίας», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

μωρολογία: ἡ, ανόητη ομιλία, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

μωρολογία, ἡ,
silly talking, NTest. [from μωρολόγος

Chinese

原文音譯:mwrolog⋯a 摩羅-羅居阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:乏味的-安置(說著)
字義溯源:妄語,無知言語;由(μωρός)*=愚拙)與(λέγω / εἴρω)*=陳述)組成
出現次數:總共(1);弗(1)
譯字彙編
1) 妄語(1) 弗5:4