χεδροπώδης

Revision as of 16:09, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ες, A like χεδροπά, φύσις Phaniasap.Ath.9.406c.

German (Pape)

[Seite 1341] ες, von der Art, der Beschaffenheit od. dem Ansehen der Hülsenfrüchte, φύσις, Ath. IX, 406 c.

Greek (Liddell-Scott)

χεδροπώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς χέδροπας, χεδροπώδης φύσις Φανίας παρ’ Ἀθην. 406C.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α χεδροπά
όμοιος με όσπριο.