ἀλάτας

Revision as of 16:10, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ἀλᾱτεία, Dor. for ἀλήτης, ἀλητεία.

German (Pape)

[Seite 90] -τεια, dor. für ἀλήτης, -τεια, Tragg.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλάτας: ἀλᾱτεία, Δωρ. ἀντὶ ἀλήτης, ἀλητεία.

French (Bailly abrégé)

dor. p. ἀλήτης.

Greek Monolingual

ἀλάτας, ο (Α)
δωρ. τ. αντί ἀλήτης.
ο (θηλ. αλατού) αλάτι
1. αυτός που πουλά αλάτι
2. αυτός που παρασκευάζει αλάτι, που μαζεύει αλάτι από τις φυσικές αλυκές
3. αυτός που αγαπά τα αλμυρά φαγητά.

Greek Monotonic

ἀλάτας: ἀλᾱτεία, Δωρ. αντί ἀλήτης, ἀλητεία.

Russian (Dvoretsky)

ἀλάτᾱς: дор. Soph. = ἀλήτης I.