ὕβριν, ἀμέλειαν, Hsch. ἀσαλγάνας· φοβερός, Id.; cf. ἀσελγής.
ἀσάλγαν: «ὕβριν, ἀμέλειαν. τὴν πενίαν πορνείαν» Ἡσύχ.
ὕβριν, ἀμέλειαν Hsch. (quizá confusión por ἀσάλειαν o ἀσέλγειαν).