ἀσελγής
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
English (LSJ)
ἀσελγές,
A licentious, wanton, brutal, And.4.40 (Sup.), D.2.19 (Comp.); εἰς ἔμ' ἀσελγὴς καὶ βίαιος Id.21.128, cf. Is.8.43; σκῶμμα Eup.244: generally, outrageous, ἄνεμος Id.320. Adv. ἀσελγῶς πίονες = extravagantly fat, Ar.Pl.560; ἀσελγῶς ζῆν D.36.45; ἀσελγῶς διακείμενος Lys.24.15; ἀσελγῶς τινὶ χρῆσθαι D.9.35.
II lascivious, lewd, Jul.Caes.315c.
Spanish (DGE)
-ές
I 1de fenómenos naturales violento ἄνεμος Eup.345, τὸ πνῖγος Pherecr.191.
2 de pers. y abstr. en rel. c. la conducta insolente ἀ. ὢν καὶ βίαιος Is.8.43, τῶν θαυματοποιῶν ἀσελγέστεροι ὄντες D.2.19, εἰς ἔμ' ἀ. ... καὶ βίαιος ἐγεγόνει D.21.128, οἱ Θεσσαλοί Theopomp.Hist.162, σκῶμμα Eup.261, βλασφημία Plu.Them.21, λοιδορία Philostr.VS 491
•neutr. plu. sup. como adv., Hyp.Eux.29, Philostr.VA 3.20
•subst. ὁ ἀ. persona insolente τοὺς ἀσελγεστάτους νομιμωτέρους ποιήσετε And.4.40, τις τῶν ἀσελγεστέρων Philostr.VS 620.
3 depravado, licencioso οὐδὲν ἄδικον οὐδ' ἀσελγὲς ἐπετήδευσαν Plb.8.10.9, πολλὰ ποιεῖν ἀσελγῆ Plb.29.13.1, πολλὰ πραξάντων ἀσελγῆ καὶ εἰπόντων Plu.2.189c
•impúdico γυνή Hierocl.Facet.244, cf. D.P.Au.1.11, μνηστῆρες D.Chr.2.47, ἀνδρῶν ἀσελγῶν ἀπρεπῆ μαθήματα Amph.Seleuc.81, cf. Plu.2.88d, D.Chr.3.33, ἀσελγὲς αἰσχρότητος ἐργαστήριον Amph.Seleuc.87
•de abstr. βίος Ph.1.255.
II adv. ἀσελγῶς
1 insolente, abusivamente de unos hijos παρανόμως καὶ ἀσελγῶς ἔχουσι τὰ τῆς μητρὸς χρήματα Is.10.11, ἅπασιν ἀσελγῶς οὕτω χρῆσθαι D.9.35, ἐγέλα ἀσελγῶς D.Chr.1.81, ἄγριος ταῦρος γενομένος ... ἀσελγῶς παρὰ φύσιν D.Chr.2.73
•excesivamente ὑβριστής εἰμι καὶ βίαιος καὶ λίαν ἀσελγῶς διακείμενος Lys.24.15, πίονές εἰσιν ἀ. Ar.Pl.560.
2 depravadamente καὶ ταῖς ἡδοναῖς οὕτως ἀ. ἐχρήσατο Theopomp.Hist.192, ζῇς ἀσελγῶς ὥστε τοὺς ἀπαντῶντας αἰσθάνεσθαι D.36.45, cf. Plu.2.801a.
• Etimología: Etim. desc. Se propone deriv. de θέλγω y α- < *n̥-.
German (Pape)
[Seite 369] ές (wird von den Alten von. Σέλγη, einer pisidischen Stadt, abgeleitet, vgl. θέλγω, schwelgen), ausgelassen, σκῶμμα Eupol. Ath. VI, 237 a; ausschweifend, wollüstig, auch frech u. übermütig, = ὑβρίζων, Dem. 24, 143; Pol. 8, 12, 9; gew. von Männern; von Weibern erst Sp., wie Luc. u. Plut. – Nach B. A. 451 = σφοδρός, βίαιος, πνῖγος, Phereer.; ἄνεμος Eupol. Poll. 1, 111. – Am häufigsten im adv., ἀσελγῶς, πίονες Ar. Plut. 560; διακεῖσθαι Lys. 24, 15; = παρανόμως Is. 10, 11; καὶ πολυτελῶς ζῆν Dem. 59, 30; καὶ προπετῶς χρῆσθαι αὐτῷ ibid. 33; προπηλακίζεσθαι ibid. 35.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 grossier, violent;
2 licencieux, impudique;
Cp. ἀσελγέστερος, Sp. ἀσελγέστατος.
Étymologie: DELG ? -- Babiniotis hyp. non démontrée : ἀ- prosth., θέλγω.
Russian (Dvoretsky)
ἀσελγής:
1 разнузданный, наглый, грубый, Isae., Dem., Arst., Polyb., Plut.;
2 распущенный, распутный Plut., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσελγής: -ές, ἀκόλαστος, αἰσχρός, κτηνώδης, Ἀνδοκ. 34. 23, Ἰσαῖος 73. 42, Δημ. 23. 19· μετὰ τοῦ, βίαιος, εἰ μὲν τοίνυν... εἰς ἐμὲ μόνον ἀσελγὴς οὕτω καὶ βίαιος ἐγεγόνει, ὁ αὐτ. 556. 21, Ἰσαῖος 73. 42· σκῶμμ’ ἀσελγὲς Εὔπολ. ἐν «Προσπαλτίοις» 2· καθόλου, βίαιος, σφοδρός, ἄνεμος Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 25: - Ἐπίρρ., ἀσελγῶς πίονες, καθ’ ὑπερβολὴν παχεῖς, Ἀριστοφ. Πλ. 560· ἀσελγῶς ζῆν Δημ. 958. 16· ἀσελγῶς διακεῖσθαι Λυσ. 169. 32· ἀσελγῶς τινι χρῆσθαι Δημ. 120. 10. ΙΙ. λάγνος, μάχλος, ἰδίως ἐπὶ γυναικῶν, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Π. 1. 22, 3, Λοβ. Φρύν. 184, (Ἴσως ἐκ τοῦ θέλγω, κατὰ μετατροπὴν τοῦ θ εἰς σ: παραβάλλουσι τὴν λέξιν πρὸς τὸ σαλάκων).
Greek Monolingual
-ές (AM ἀσελγής, -ές)
ο ακόλαστος, ο λάγνος
αρχ.
ο αδιάντροπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η υπόθεση, κατά την οποία η λ. ασελγής αποτελεί βοιωτικό δάνειο < αθελγής («τρελός») < θέλγω «αποβλακώνω μαγεύω», όπου το α- πιθ. συνεσταλμένη βαθμίδα του εν-, δεν είναι ικανοποιητική. Επίσης, η σύνδεση της λ. με λεττιτ. tulrums, «οίδημα, όγκος» ή με αρμ. elc «κατεστραμμένος, κακός», z-elc «άσωτος ακόλαστος» είναι φωνητικά αδύνατη. Ο τ. ασελγής χρησιμοποιείται ευρύτατα στην αττική διάλεκτο (κωμικοί, ρήτορες, Πλάτων) για να χαρακτηρίσει τον άνθρωπο που κατέχεται από αισχρή και αχαλίνωτη ορμή, από ακολασία, ενώ με τη σημασία «άσεμνος» απαντά σε μεταγενέστερους χρόνους.
ΠΑΡ. ασέλγεια, ασελγώ
αρχ.
ασελγαίνω].
Greek Monotonic
ἀσελγής: -ές, ασελγής, λάγνος, ακόλαστος, βίαιος, σε Δημ.· επίρρ., ἀσελγῶς πίονες, υπερβολικά παχείς, χοντροί, σε Αριστοφ.· ἀσελγῶς ζῆν, σε Δημ. (προέλ. από -σελγής είναι αμφίβ.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: licentious, wanton, unconstrained (Lys.).
Other forms: Unclear ἀσάλγαν ὕβριν, ἀμέλειαν and ἀσαλγάνας φοβερός, εἴρηκε δε οὔτως παραβαρβαρίζων H.; as the final remark says, this may be just a vulgar or barbarian pronunciation.
Derivatives: ἀσέλγεια licentiousness (Pl..). Denom. ἀσελγαίνω behave as a ἀσελγής (D.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. See Havers IF 28, 194ff. (Boeotian for *ἀθελγής; meaning difficult; α- from zero grade of ἐν). As to the glosses, α/ε is frequent in Pre-Greek words, ἀσαλγα may be a Pre-Greek φορματιον = ἀσελγεία, the form of the second gloss is unexplained (as is the meaning). I am not sure whether the conclusion of substr. origin is allowed.
Middle Liddell
[The origin of -σελγής is uncertain.]
licentious, wanton, brutal, Dem.:—adv., ἀσελγῶς πίονες extravagantly fat, Ar.; ἀς. ζῆν Dem.
Frisk Etymology German
ἀσελγής: {aselgḗs}
Meaning: ausgelassen, schwelgerisch, frech (att.).
Derivative: Davon ἀσέλγεια Ausgelassenheit (att., hell.). Denominatives Verb ἀσελγαίνω (wie ὑγιαίνω zu ὑγιής usw.) ἀσελγής sein]] (att.); vereinzelt ἀσελγέω (Sch.); davon wahrscheinlich unabhängig (vgl. Chantraine Formation 178) ἀσέλγημα (Plb., Pap. u. a.). — Unerklärte Nebenform: ἀσάλγαν· ὕβριν, ἀμέλειαν; ἀσαλγάνας· φοβερός H.; vgl Havers IF 28, 194ff.
Etymology: Mehrere vergebliche Erklärungsversuche: Havers l. c. (: böotisch für *ἀθελγής; Bedeutung nicht günstig); Prellwitz KZ 47, 295f. (: lett. tulzums Geschwulst usw. [?]); Pisani KZ 68, 163f. (: arm. eɫc verdorben, schlecht, z-eɫc ausschweifend, unzüchtig; lautlich unmöglich).
Page 1,161
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=ἀκόλαστος, αἰσχρός). Ἀπό τό α στερητ. + θέλγω μέ μετατροπή τοῦ θ σέ σ.
Παράγωγα: ἀσελγαίνω (=φέρομαι ἀκόλαστα), ἀσέλγεια, ἀσέλγημα.
Translations
horny
Afrikaans: jags; Albanian: epshor; Armenian: գրգռված, ղզղնած; Bulgarian: възбуден, надървен; Catalan: calent; Chinese Mandarin: 欲火焚身, 慾火中繞/欲火中绕, 想要, 慾求不滿/欲求不满, 發春/发春, 騷/骚; Czech: nadržený; Danish: liderlig, kåd; Dutch: geil, opgewonden; Esperanto: amorema, voluptema; Faroese: graður, gessigur; Finnish: kiihottunut, kiimainen, panettaa; French: chaud, excité; Galician: saído; Georgian: აღგზნებული; German: geil, heiß, erregt, spitz, rollig; Greek: καυλωμένος; Ancient Greek: ἀπεψωλημένος, μάργος, ἀσελγής, ὑβριστικός; Greenlandic: tiingavoq; Hebrew: חרמן, חרמנית; Hindi: कामोत्तेजित, उत्तेजित; Hungarian: kanos, begerjedt, felizgult; Icelandic: graður; Indonesian: sange, gatal; Irish: adharcach, áilíosach, macnasach; Italian: eccitato, infoiato, arrapato; Japanese: むらむら, 性的興奮; Latin: lascivus, libidinosus; Macedonian: запален, возбуден, напален, попален; Norwegian Bokmål: karsk, kåt, tent; Old English: wrǣne; Persian: شهوتی; Polish: napalony; Portuguese: excitado; Romanian: excitat, în călduri; Russian: возбуждённый,; Scottish Gaelic: drùiseil; Serbo-Croatian: napaljen, напаљен, narajcan, nadražen, uzbudjen; Slovak: nadržaný; Slovene: potrében; Spanish: jodontón, cachondo, caliente, arrecho, excitado; Swahili: nyege; Swedish: kåt, tänd; Tagalog: nalilibugan, libóg, tigáng; Thai: เงี่ยน, เสี้ยน; Turkish: abazan, azgın; Vietnamese: nứng, cương