ἐρίδουπος

Revision as of 16:25, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ον, A = ἐρίγδουπος, in Hom. always of things and places, ἀκταί, ποταμοί, Il.20.50, Od.10.515 ; αἴθουσα Il.24.323, Od.20.176 ; resounding, ἀκοή Emp.4.11.

German (Pape)

[Seite 1028] sehr tosend, hallend, bei Hom. immer von leblosen Dingen, z. B. αἴθουσα, ἀκταί Il. 20, 50, ποταμοί Od. 9, 515; s. ἐρίγδουπος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρίδουπος: -ον, ὡς τὸ ἐρίγδουπος, πλὴν ὅτι ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸν δεύτερον τύπον ἐπὶ προσώπων, τὸν δὲ πρῶτον ἀείποτε ἐπὶ πραγμάτων καὶ τόπων, ἀκτάων ἐριδούπων Ἰλ. Υ. 50· ποταμῶν ἐριδούπων Ὀδ. Κ. 515· αἰθούσης ἐριδούπου Ἰλ. Ω. 323, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ἐρίγδουπος.

English (Autenrieth)

see ἐρίγδουπος.

Greek Monolingual

ἐρίδουπος, -ον (Α)
(για άψυχα) αυτός που ηχεί πολύ δυνατά, θορυβώδης, ερίγδουπος («ποταμῶν ἐριδούπων», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του ερίγδουπος].

Greek Monotonic

ἐρίδουπος: -ον, = ἐρίγδουπος, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐρίδουπος: Hom. = ἐρίγδουπος.

Middle Liddell

ἐρί-δουπος, ον = ἐρίγδουπος, Hom.]