ὀφειλέται, ὀφειλαί, Hsch. ὀφνίς· ὕννις, ἄροτρον, Id.
ὀφλοί: «ὀφειλέται· ὀφειλαὶ» Ἡσύχ.
ὀφλοὶ (Α)(κατά τον Ησύχ.) «ὀφειλέται, ὀφειλαί».[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < από το θ. ὀφλ- του αορ. β' ὦφλον του ρ. ὀφείλω].