[Seite 444] part. praes. wie von βίβημι, schreitend, μακρὰ βιβάς, mit großen Schritten, Iliad. 7, 213. 15, 307. 686 Odyss. 9, 450, ὕψι βιβάντα Iliad. 13, 371. Vgl. βιβάω.
v. βίβημι.
βῐβάς: (ᾱ) part. к *βίβημι Hom. = βιβάσθων (см. βιβάσθω).
βιβάς ptc. praes. van βίβημι.