βιβάω
Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust
English (LSJ)
poet. collat. form of βαίνω, stride, πέλωρα βιβᾷ he takes huge strides, h.Merc.225; ἐβίβασκε, Ion. impf., h.Ap.133: elsewhere only part., μακρὰ βιβῶντα (βιβάντα Aristarch.), μακρὰ βιβῶσα, Il.3.22, Od.11.539; κοῦφα βιβῶν lightly stepping, Pi.O.14.17.
Spanish (DGE)
(βῐβάω)
• Morfología: [ép. impf. iter. ἐβίβασκεν h.Ap.133]
caminar, dar pasos πέλωρα βιβᾷ da pasos descomunales, h.Merc.225, ἐβίβασκεν ἀπὸ χθονός daba pasos por la tierra de Apolo recién nacido h.Ap.l.c., κοῦφα βιβῶν caminando con ligereza Pi.O.14.17
•c. ac. βιβῶντ' ... τὴν πλανοστιβῆ χθόνα A.Eu.76, cf. βαίνω.
German (Pape)
[Seite 444] poet. Nebenform von βαίνω (βάω), πέλωρα βιβᾷ, er macht ungeheure Schritte, H. h. Merc. 225; öfters partic.; Hom. Iliad. 3, 22 μακρὰ βιβῶντα, Bekker βιβάντα, mit großen Schritten, Odyss. 11, 539 μακρὰ βιβῶσα, Bekker βιβᾶσα, vgl. μακρὰ βιβάς und μακρὰ βιβάσθων; Pind. Ol. 14, 17 κοῦφα βιβῶντα; ἐβίβασκεν H. h. Apoll. 133; vgl. βιβάς u. βιβάσθων.
French (Bailly abrégé)
βιβῶ :
faire des enjambées, aller à grands pas.
Étymologie: R. Βα, marcher ; cf. βαίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βιβάω βαίνω poët., alleen ptc. praes. βιβῶν, stappen.
Russian (Dvoretsky)
βῐβάω: шагать, ступать Hom., HH, Pind.
Greek (Liddell-Scott)
βῐβάω: ποιητ. ἰσοδύναμος τύπος τοῦ βαίνω, βηματίζω, διασκελίζω, πέλωρα βιβᾷ, κάμνει μεγάλα βήματα, Ὕμν. Ὀμ. εἰς Ἑρμ. 225· ἐβίβασκε, Ἰων. παρατ., ὁ αὐτ. εἰς Ἀπόλλ. 133· - ἀλλαχοῦ μόνον κατὰ μετοχ., μακρὰ βιβῶντα, μακρὰ βιβῶσα Ἰλ. Γ. 22, Ὀδ. Λ. 539· κοῦφα βιβῶν, ἐλαφρῶς βαδίζων, Πίνδ. Ο. 14. 24· πρβλ. βίβημι, βιβάσθω.
English (Autenrieth)
(parallel forms of βαίνω), pres. part. βιβάσθων and βιβάς, acc. βιβάντα and βιβῶντα, fem. βιβῶσα: stride along, stalk; usually μακρὰ βιβάς, ‘with long strides,’ ὕψι βιβάντα, Il. 13.371.
English (Slater)
βῐβάω
1 step along ἰδοῖσα τόνδε κῶμον ἐπ' εὐμενεῖ τύχᾳ κοῦφα βιβῶντα (O. 14.17)
Greek Monolingual
βιβάω (ποιητ. τ. του βαίνω) (Α)
βαδίζω με μεγάλα βήματα, δρασκελίζω.
Greek Monotonic
βῐβάω: ποιητ. τύπος του βαίνω, βηματίζω, διασκελίζω· πέλωρα βιβᾷ, κάνει μεγάλες δρασκελιές, μεγάλα βήματα, σε Ομηρ. Ύμν.· ἐβίβασκε, γʹ ενικ. Ιων. παρατ., στον ίδ.· αλλού απαντά μόνο ως μτχ., μακρὰ βιβῶντα, μακρὰ βιβῶσα, σε Όμηρ.
Middle Liddell
poet. form of βαίνω
to stride, πέλωρα βιβᾶι he takes huge strides, Hhymn.; ἐβίβασκε, 3rd sg. ionic imperf., Hhymn.; elsewhere in part., μακρὰ βιβῶντα, μακρὰ βιβῶσα Hom.