βιβάσθω
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
English (LSJ)
= βιβάω, only in part., μακρὰ βιβάσθων long-striding, Il.13.809, 16.534.
Spanish (DGE)
(βῐβάσθω)
caminar, andar μακρὰ βιβάσθων caminando a grandes pasos, Il.13.809, 16.534, Apoll.Met.Ps.103.3.
Russian (Dvoretsky)
βῐβάσθω: только part. praes. шагать, ступать (μακρὰ βιβάσθων Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
βιβάσθω: βιβάω, βίβημι, μόνον κατὰ μετοχ., μακρὰ βιβάσθων, μακρὰ βήματα ποιῶν, μὲ μεγάλους βηματισμούς, Ἰλ. Ν. 809, ΙΙ. 534.
English (Autenrieth)
(parallel forms of βαίνω), pres. part. βιβάσθων and βιβάς, acc. βιβάντα and βιβῶντα, fem. βιβῶσα: stride along, stalk; usually μακρὰ βιβάς, ‘with long strides,’ ὕψι βιβάντα, Il. 13.371.
Greek Monotonic
βιβάσθω: =βιβάω βίβημι· μακρὰ βιβάσθων, αυτός που προχωρεί με μεγάλες δρασκελιές, αυτός που κάνει μεγάλα βήματα, σε Ομήρ. Ιλ.