βιβάσθω

From LSJ

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βιβάσθω Medium diacritics: βιβάσθω Low diacritics: βιβάσθω Capitals: ΒΙΒΑΣΘΩ
Transliteration A: bibásthō Transliteration B: bibasthō Transliteration C: vivastho Beta Code: biba/sqw

English (LSJ)

= βιβάω, only in part., μακρὰ βιβάσθων long-striding, Il.13.809, 16.534.

Spanish (DGE)

(βῐβάσθω)
caminar, andar μακρὰ βιβάσθων caminando a grandes pasos, Il.13.809, 16.534, Apoll.Met.Ps.103.3.

Russian (Dvoretsky)

βῐβάσθω: только part. praes. шагать, ступать (μακρὰ βιβάσθων Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

βιβάσθω: βιβάω, βίβημι, μόνον κατὰ μετοχ., μακρὰ βιβάσθων, μακρὰ βήματα ποιῶν, μὲ μεγάλους βηματισμούς, Ἰλ. Ν. 809, ΙΙ. 534.

English (Autenrieth)

(parallel forms of βαίνω), pres. part. βιβάσθων and βιβάς, acc. βιβάντα and βιβῶντα, fem. βιβῶσα: stride along, stalk; usually μακρὰ βιβάς, ‘with long strides,’ ὕψι βιβάντα, Il. 13.371.

Greek Monotonic

βιβάσθω: =βιβάω βίβημι· μακρὰ βιβάσθων, αυτός που προχωρεί με μεγάλες δρασκελιές, αυτός που κάνει μεγάλα βήματα, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

= βιβάω, βίβημι, μακρὰ βιβάσθων long
striding, Il.