ἐφιαλτία

Revision as of 22:02, 8 January 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ἐφιαλτία, ἡ, = γλυκυσίδη, Aët.1.84; = ἐφιαλτεία (q. v.).

German (Pape)

[Seite 1118] ἡ, u. ἐφιάλτιον, τό, ein Kraut, das gegen Alpdrücken schützen sollte, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφιαλτία: ἡ, ἢ ἐφιάλτιον, τὸ, βοτάνη προφυλακτικὴ κατὰ τοῦ ἐφιάλτου, Ποιητ. περὶ Δυνάμ. Βοταν. ἐν Ἑλλ. Βιβλιοθ. Φαβρ. τ. 2. 654. 162.

Greek Monolingual

ἐφιαλτία, ἡ (Α) εφιάλτης
βλ. ἐφιαλτεία.