εφιάλτης
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ἐφιάλτης, Α και ἐπιάλτης και ἐπίαλος)
τρομακτικό όνειρο με γενική δυσφορία, που προκαλείται λόγω διαταραχής του οργανισμού, κυρίως από υπερβολικό στομαχικό φόρτο, βραχνάς
νεοελλ.
1. μτφ. καθετί που προκαλεί φόβο και αγωνία και καταπιέζει την ψυχή
2. γένος υμενόπτερων εντόμων της οικογένειας ichneumonidae
3. ονομασία του πτηνού γκιόνης
αρχ.
1. ως κύριο όν. ο Εφιάλτης
α) δαίμων της νύχτας που προκαλεί βραχνά
β) ο προδότης που οδήγησε τους Πέρσες στα νώτα τών Σπαρτιατών κατά τη μάχη τών Θερμοπυλών
γ) ένας από τους Αλωάδες
2. (κατά το Ε. Γουδ.) «ὁ ἐφαλλόμενος ἀτάκτως», αυτός που πηδά ή πατά βαριά πάνω σε κάτι
3. (κατά το λεξ. Σούδα) «ριγοπύρετον».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. εφιάλτης (αιολ. επιάλτης, επίαλος) συσχετίστηκε παρετυμολογικά από τους αρχαίους με το ρ. εφάλλομαι «εφορμώ πάνω σε κάποιον», άποψη που φαίνεται και από τη γλώσσα του Ησύχ. «εφιάλτης
ο επιπηδών». Η ερμηνεία εξάλλου σύμφωνα με την οποία ο τ. προέρχεται από τον τ. ηπίαλος (πρβλ. και ηπιάλης, ηπιόλης, προς τους οποίους δημιουργήθηκε σύγχυση) «ονομασία πυρετού» υπό την επίδραση του ρ. εφάλλομαι και τών τ. επίαλος και επιάλτης δεν είναι πολύ πειστική, επειδή παρουσιάζει σοβαρά σημασιολογικά προβλήματα].