η, ον, A of myrtle, στέφανος Eub.99; (μύρον) Thphr.Od. 28.
[Seite 222] = μύρσινος, στέφανος, Euhul. Ath. XV, 679 e.
μύρτῐνος: -η, -ον, ὁ ἐκ μύρτου κατεσκευασμένος, στέφανος Εὔβουλος ἐν «Στεφανοπώλισι» 4· πρβλ. μύρσινος.
-η, -ο (Α μύρτινος, -η, -ον) μύρτοςαυτός που είναι φτειαγμένος από μυρτιά.