τμήγας

Revision as of 10:50, 10 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[\[(\w+)\]\]\]" to "($1)")

English (LSJ)

γατόμος, ἀροτήρ, Hsch. τμῆγος· ἀρότης (quod delendum), βούτμημα, i.e. A furrow, Id.

Greek (Liddell-Scott)

τμήγας: παρ’ Ἡσυχ., = γατόμος, ἀροτήρ. - Παρ’ αὐτῷ εὕρηται καὶ τμῆγος· (ἀρότης), βούτμημα, - ὅπερ ὁ Μουσοῦρος διώρθωσε τμῆγος ἀρότρου· βούτμημα, αὖλαξ.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «γατόμος, ἀροτήρ».
[ΕΤΥΜΟΛ. < τμήγω «τέμνω, σχίζω» + κατάλ. -ας].