τμήγω
English (LSJ)
Nic.Fr.72, D.P.1043, Man.2.75: fut. τμήξω (ἀπο-) Parm. 2: aor. 1
A ἔτμηξα IG5(2).473 (Megalop., iii A.D.); Dor. ἔτμᾱξα Theoc. 8.24 (prob.): aor. 2 δι-έτμᾰγον Od.7.276:—Med., aor. ἐτμηξάμην Nic.Al.68, AP7.480 (Leon.):—Pass., aor. 2 ἐτμάγην [ᾰ] in Ep. 3pl. τμάγεν (cf. διατμήγω) Il.16.374; later ἐτμήγην Call.Fr.300, AP 9.661 (Jul.): more freq. in comp. with ἀπό or διά:—Ep. collat. form of τέμνω, cut, cleave, σικύας, πυετίην, Nic. ll. cc.; κάλαμος [δάκτυλον] ἔτμαξεν prob. in Theoc. l.c.; cut, of a circle, Man. l.c.:—Med., ὁδὸν ἐτμήξαντο cut their way, AP7.l.c.
2 metaph. in aor. 2 Pass., to be divided or be dispersed, part, ἐπεὶ ἂρ τμάγεν Il.l.c.
German (Pape)
[Seite 1123] aor. I. ἔτμηξα, aor. II. ἔτμαγον, u. pass. ἐτμάγην, ep. Nebenform von τέμνω, schneiden, hauen; τμήξας, Il. 11, 146; pass. 16, 374, ἐπεὶ ἂρ τμάγεν, für ἐτμάγησαν, nachdem sie sich getrennt, zerstreu't hatten; öfter bei sp. D., wie Ap. Rh. 2, 481 Maneth. 2, 75 Nic. Al. 68 Th. 886; auch aor. med. τμήξαιο, Al. 299.
French (Bailly abrégé)
f. τμήξω, ao. ἔτμηξα, pf. inus.
Pass. ao.2 ἐτμάγην, réc. ἐτμήγην;
couper, fendre ; Pass. se séparer, se partager, se diviser.
Étymologie: cf. τέμνω.
Russian (Dvoretsky)
τμήγω: (fut. τμήξω, aor. 1 ἔτμηξα; aor. 2 pass. ἐτμάγην с ᾰ - поздн. ἐτμήγην)
1 разрубать, рассекать (σιδήρῳ Anth.): ὁδὸν ἐτμήξαντο Anth. они прорубили себе путь;
2 перен. разделять, рассеивать: ἐπεὶ ἂρ τμάγεν Hom. когда (троянцы) рассеялись.
Greek (Liddell-Scott)
τμήγω: Διονύσ. Περιηγ. 1043, Νικ., Μανέθων (πρβλ. ἀποτμήγω)· μέλλ. τμήξω Παρμενίδ. 90, (ἀπο- Ἀπολλ. Ρόδ.)· ἀόρ. α΄ ἔτμηξα (ἀποτμήγω)· Δωρ. ἔτμᾰξα Θεόκρ. 8. 24· ἀόρ. β΄ (διέτμαγον) Ὀδ. - Μέσ., ἀόριστ. ἐτμηξάμην Νικ. Ἀλεξ. 68, Ἀνθ. Π. 7. 480. - Παθ., ἀόρ. β΄ ἐτμάγην [ᾰ] ἐν τῷ Ἐπικ. Γ΄ πληθ. τμάγεν (πρβλ. διατμήγω) Ἰλ. Π. 374· παρὰ μεταγεν. καὶ ἐτμήγην Καλλ. Ἀποσπ. 300, Ἀνθολ. Π . 9. 661 - ἀντὶ τοῦ τμήσσω παρὰ Μόσχ. 2. 83, Εὐθύδ. παρ’ Ἀθην. 116Β, ἤδη ἀποκατεστάθη τμήγω· - τὸ ῥῆμα εἶναι συνηθέστερον ἐν συνθέσει μετὰ τῶν προθ. ἀπὸ ἢ διά. Ἐπικ. τύπος ἰσοδύναμος τῷ τέμνω, κόπτω, σχίζω. Μέσ., ὁδὸν ἐτμήξαντο, ἔτεμον δι’ ἑαυτούς, Ἀνθ. Π. 7. 480. 2) μεταφορ., ἐν τῷ ἀορ. β΄ παθ., διασκορπίζομαι, ἐπεὶ ἂρ τμάγεν Ἰλ. Π. 374. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 442.
English (Autenrieth)
(τέμνω): cut; only pass., aor. 3 pl. τμάγεν, fig., ‘they separated,’ ‘dispersed,’ Il. 11.146, Il. 16.374.
Greek Monolingual
Α
1. τέμνω, κόβω, σχίζω
2. μέσ. τμήγομαι
ανοίγω για τον εαυτό μου («ὁδὸν ἐτμήξαντο», Λεωνίδ. Ταρ.)
3. παθ. μτφ. διασκορπίζομαι («οἱ δὲ ἰαχῇ τε φόβῳ τε πάσας πλῆσαν ὁδούς, ἐπεὶ ἄρ τμῆγεν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη ρίζα τεμᾱ- του τέμνω, με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν (βλ. λ. τέμνω) και επίθημα -γω, πιθ. αναλογικά προς το θήγω. Πιθανότερο ωστόσο φαίνεται ότι αρχικά σχηματίστηκε ο αόρ. τμῆξαι (πρβλ. ῥῆξαι), από όπου υποχωρητικά ο ενεστ. τμήγω.
Greek Monotonic
τμήγω: μέλ. τμήξω, αόρ. ἔτμηξα, αόρ. βʹ ἔτμᾰγον — Παθ., αόρ. βʹ ἐτμάγην, Επικ. γʹ πληθ. τμάγεν· Επικ. τύπος του τέμνω,
1. κόβω, σχίζω — Μέσ., ὁδὸν ἐτμήξαντο, έκοψαν το δρόμο τους, σε Ανθ.
2. μεταφ. στον Παθ. αόρ. βʹ, δισκορπίζομαι, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
[epic form of τέμνω
1. to cut, cleave: Mid., ὁδὸν ἐτμήξαντο cut their way, Anth.
2. metaph. in aor2 pass. to be divided or dispersed, to part, Il.
Frisk Etymology German
τμήγω: {tmḗgō}
Forms: Aor. τμῆξαι, -ασθαι (äol. [Pi., Balb.] τμᾶξαι), Fut. τμήξω, Aor. 2. 1. sg. διέτμαγον (η 276), Pass. 3. pl. (διε)τμάγεν (Hom.), hell. u. sp. τμηγῆναι,
Grammar: v.
Meaning: zerschneiden, spalten, trennen (ep. seit Il.).
Composita: auch m. Präfix, bes. ἀπο-, δια-,
Derivative: Davon ἀποτμήξ, -ῆγος abgerissen, steil (σκοπιή, A. R. 2, 581; vgl. ἀπορρώξ), -τμηξις f. das Abschneiden (sp.), τμῆγος· ...βούτμημα; unklar τμήγας· γατόμος, ἀροτήρ H
Etymology: Erweiterung von τμη- in τμητός, -θῆναι u.a. (: τέμνω) nach verschiedenen Vorbildern. Das kurzvokalige τμάγεν (: ἐτμάγην) erinnert an ἐρράγην, ἐάγην; danach das ἅπ. λεγ. διέτμαγον?; τμῆξαι, τμήξω wie ῥῆξαι, ῥήξω usw., s. Risch par. 90, Chantraine Gramm. hom. 1, 392 u. 400. Güntert Reimwortbild. 132 vermutet Kreuzung mit θήγω (θάγω). Versuch einer semantischen Differenzierung gegenüber τέμνω bei Chantraine 1, 330.
Page 2,907